ευπέδιος

ευπέδιος
εὐπέδιος, -ον, και μτγν. ποιητ. τ. τού θηλ. εὐπεδιάς (Α)
(για χώρα) αυτός που έχει καλές πεδιάδες, καλό έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεδίον (< πέδον «έδαφος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”